ἐκφράσεως

ἐκφράσεως
ἐκφράσεω̆ς , ἔκφρασις
description
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έμφαση — η (AM ἔμφασις) 1. η δύναμη και ενάργεια τής εκφράσεως, έντονη έκφραση, υπογράμμιση 2. εκφραστική δύναμη 3. έντονο ή στομφώδες ύφος, έξαρση αρχ. 1. αντανάκλαση σε λεία επιφάνεια, εγκατόπτριση, ανταύγεια 2. εικόνα, ομοίωση 3. εξωτερική όψη,… …   Dictionary of Greek

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

  • γκάμμα — η 1. μουσική κλίμακα, διαπασών αρμονία τών φωνών 2. φρ. «έχει πλατιά γκάμμα» έχει πολλές δυνατότητες εκφράσεως, πλούσια εκφραστικά μέσα ή ποικίλες ικανότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gamma < ελλ. γάμμα (πρβλ. γαλλ. gamme)] …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσημα — το (AM γλώσσημα) [γλώσσα] 1. λέξη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον 2. ερμήνευμα μιας τέτοιας λέξης νεοελλ. μονάδα γλωσσικής εκφράσεως για τη δήλωση μιας έννοιας μσν. γλώσσα, όργανο τού στόματος αρχ. αιχμή βέλους …   Dictionary of Greek

  • δα — (I) δᾱ (Α) επιφωνηματική λέξη στην τραγωδία, που εκφράζει τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για επιφωνηματική λ. με ευρεία χρήση στα χορικά τών Τραγικών. Κατ άλλους, ίσως είναι δωρικός τ. τής λ. γα (πρβλ. Δημήτηρ < Δᾱμᾱτηρ,… …   Dictionary of Greek

  • εκφραστικός — ή, ό (Α ἐκφραστικός, ή, όν) ο αναφερόμενος στην έκφραση, ο ικανός να εκφράζεται ζωηρά, περιγραφικός, αυτός που καθρεφτίζει τον εσωτερικό, ψυχικό κόσμο («εκφραστικό πρόσωπο, βλέμμα, κίνηση, κ.λπ.») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφραστικόν η δύναμη τής… …   Dictionary of Greek

  • ελευθεροτυπία — Καθημερινή αθηναϊκή πολιτική εφημερίδα, με εκδότη τον Χρήστο Τεγόπουλο. Ιδρύθηκε το 1975 και διακρίνεται για τη συμβολή της στην κατοχύρωση των δημοκρατικών θεσμών. Η «Ελευθεροτυπία» εκδόθηκε το 1975 και σήμερα είναι από τις πιο έγκυρες… …   Dictionary of Greek

  • ενάργεια — η (AM ἐνάργεια) η αισθητοποίηση σκέψεων, εντυπώσεων, ιδεών κ.λπ. με ζωηρό ύφος, ζωηρή περιγραφή, διαύγεια, σαφήνεια εκφράσεως αρχ. 1. καθαρότητα, σαφήνεια, ευκρίνεια 2. εναργής θέα, καθαρότητα παραστάσεως 3. οφθαλμοφάνεια, η ιδιότητα τού… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”